Juan Carlos Abril | Spain

 

INVOLUNTARY EXILE

It is night, it can be anything
night, today, or tomorrow,
and you will not emerge
from the ground to the surface.

Sometimes
it is more difficult to accept help
than offer it, because, as a gift,
it requests some compensation
—and not gratitude—
from your trust.
And while
you wait for things to occur,
your pretending gets
that all continues still,
the dreams intact
of the exact moment you left it.

Dreams must be recovered
and nostalgia of the future,
because a just cause
never was enough.
And because something has been lost
in the borders of the names,
in the capacity
that they have of surpassing taboos,
to see without seeing,
its voice without voice.

I know that I made a mistake
with words
—what they want to say
and what they really say— that failure
it is a single path…
it cannot have comparison:
neither explorers of metaphors,
neither fake coins of emotions.

With words
poor and generous, you are crossing
a time without expectations
looking for literary life
offering a life of adventures.

With words
you distinguish lips and roots
and will reach again
the impurity that they took
from you of your old small world.

In looking for its protection
stronger than death,
so close,
in a corner of the wind
and oblivion,
crossing its junctures of fog
—trapdoor sealed—
and its limitations
in happiness achieved
of your deserted island.

Alone with your lamp,
of involuntary exile.
Here and there I will be in the darkness.

EXILIO INVOLUNTARIO

Es noche, puede ser cualquier
noche, hoy o mañana,
y nunca emergerás
desde el subsuelo a la superficie.

A veces
es más difícil aceptar ayuda
que ofrecerla, porque un regalo
pide algunas compensaciones
—y no agradecimiento—
a tu confianza.
Y mientras
esperas que sucedan cosas,
tus mentiras consiguen
que todo siga quieto,
el sueño intacto
por donde lo dejaste un día.

Hay que recuperar los sueños
y la nostalgia del futuro,
porque una causa justa
nunca fue suficiente.
Y porque algo se ha perdido
en la frontera de los nombres,
en la capacidad
que tienen de romper tabúes,
de ver sin ver,
su voz sin voz.

Sé que me equivoqué
con palabras
—lo que quieren decir
y lo que dicen— y que el fracaso
es un camino singular…
No puede haber comparación:
ni exploradores de metáforas,
ni monederos falsos de emociones.

Con palabras
pobres y generosas, atraviesas
un tiempo sin expectativas
en pos de vida literaria
que significa vida de aventura.

Con palabras
distingues labios y raíces
y alcanzarás de nuevo
esa impureza que te arrebataron
de tu pequeño mundo antiguo.

En busca de su protección
más fuerte que la muerte,
tan cerca,
en un rincón del viento
y del olvido,
cruzas sus vínculos de niebla
—escotillón sellado—
y sus limitaciones
en la felicidad lograda
de tu isla desierta.

A solas con tu lámpara
de exilio involuntario.
Aquí y allí estaré en la oscuridad.

ΕΞΟΡΙΑ ΑΘΕΛΗΤΗ

Είναι νύχτα, μπορεί να είναι όποια
νύχτα, σήμερα ή αύριο,
και ποτέ δεν θα αναδυθείς
από τα βάθη της γης στην επιφάνεια.

Μερικές φορές
είναι πιο δύσκολο να δεχτείς βοήθεια
από το να την προσφέρεις, γιατί ένα δώρο
ζητάει κάποιες ανταποδόσεις
—και όχι ευχαριστία—
στην εμπιστοσύνη σου.
Και ενώ
ελπίζεις να συμβούν πράγματα,
τα ψέματά σου καταφέρνουν
όλα να συνεχίζουν ήσυχα,
το όνειρο ακέραιο,
εκεί όπου το άφησες μια μέρα.

Πρέπει να ανακτήσεις τα όνειρα
και την νοσταλγία του μέλλοντος,
γιατί μια σωστή αιτία
ποτέ δεν ήταν αρκετή.
Και γιατί κάτι χάθηκε
στο όριο των ονομάτων,
στην ικανότητα
που έχουν να σπάνε προκαταλήψεις
να βλέπουν χωρίς να βλέπουν,
την φωνή τους χωρίς φωνή.

Ξέρω ότι λάθεψα
με λέξεις
—αυτό που θέλουν να πουν
κι αυτό που λένε— και ότι η αποτυχία
είναι ένας δρόμος ξεχωριστός…
Δεν μπορεί να έχει σύγκριση:
ούτε ανιχνευτές μεταφορών,
ούτε κίβδηλα νομίσματα συγκινήσεων.

Με λέξεις
πενιχρές και γενναιόδωρες, να διασχίζεις
ένα χρόνο χωρίς προσδοκίες
αναζητώντας την λόγια ζωή
που σημαίνει ζωή της περιπέτειας.

Με λέξεις
διακρίνεις χείλη και ρίζες
και θα αγγίξεις ξανά
αυτή την αμαρτία που σου άρπαξαν
από τον μικρό παμπάλαιο κόσμο σου.

Στην αναζήτηση της προστασίας του
πιο δυνατής κι από τον θάνατο,
τόσο κοντά,
σ ένα γύρισμα του ανέμου
και της λησμονιάς,
διασταυρώνεις τους ομιχλώδεις δεσμούς τους
—καταπακτή σφραγισμένη—
και τα όρια τους
στην ευτυχία που κατακτήθηκε
από το έρημο νησί σου.

Μόνος με την λάμπα σου
σε εξορία αθέλητη.
Εδώ κι εκεί θα είμαι στο σκοτάδι.

THE LAST DAYS
Mount Pleasant Road

Moss licking inner
chapters, like the last days
of your long Asian hair
in the reencounter with Albion’s
rain.
Moss or memory
of that mirror among questions
where I emptied my life on its vulgar
screen, my teenage sadness
soon to end.

From its Dionysian roots
fangs were born
trimmed
of necessity.
Medusa,
you know I gave myself up
to reach, with your own forked words,
your voice, joining
the privilege of the future
with my growls.

You were a joyful feline!
You, feeding on cotton balls,
harmless ideas and free
images,
you facing me, in a duel
of signs laid bare, chained
like wayward green clouds
and melancholy gashes.

Still I don’t want to remember being
surrounded in our solitude,
face turned,
untrusting of spring:
Beneath chalky strati
and columns of smoke,
pain,
I don’t want to utter you,
if from pleasure’s mount
I forged your name in the legend.
Forged your name
in the landscape of my tale.

LOS ÚLTIMOS DÍAS

Mount Pleasant Road

 Musgo que lames los capítulos
interiores, igual que los últimos días
de tu melena asiática
en el reencuentro con la lluvia
de Albión.
Musgo o memoria
de aquel espejo entre interrogaciones
donde vacié mi vida, en su pantalla
obscena, ya al final
de mi tristeza adolescente.
De sus raíces dionisiacas
nacieron los colmillos
recortados
de la necesidad.
Medusa,
tú sabes que me abandoné,
para alcanzar, con tus palabras bífidas,
tu voz, asimilando
mis gruñidos
al privilegio del futuro.

¡Fuiste un feliz felino!
tú, que te alimentabas de algodones,
de ideas inocentes y de imágenes
libres,
tú, frente a mí, en un duelo
de signos desnudos, encadenados,
como desobedientes nubes verdes
y grietas de melancolía.
Pero no quiero recordarme
en nuestra soledad rodeados,
el rostro vuelto,
desconfiando de la primavera:
bajo estratos calizos
y columnas de humo,
dolor,
no quiero pronunciarte,
si desde el monte del placer
forjé tu nombre en la leyenda.
Forjé tu nombre
en el paisaje de mi historia.

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΕΡΕΣ

Ορεινός ευχάριστος δρόμος

Μούχλα που γλείφεις τα κεφάλαια
τα εσώτερα, ίδια όπως τις τελευταίες ημέρες
της ασιατικής σου χαίτης
στο ξανασμίξιμο με την βροχή
της Αλβιόνας.
Μούχλα ή μνήμη
εκείνου του καθρέφτη ανάμεσα σε ερωτηματικά
όπου άδειασα τη ζωή μου, στην ξεδιάντροπη
οθόνη του, ήδη στο τέλος
της εφηβικής μου θλίψης.

Από τις Διονυσιακές τους ρίζες
γεννήθηκαν οι κυνόδοντες
οι κομμένοι
από την ανάγκη.
Μέδουσα,
εσύ ξέρεις ότι αφέθηκα,
για να για καταφέρω, με τις αμφίσημες κουβέντες σου,
την φωνή σου, να εξομοιώνω
τα γρυλίσματά μου
με το προνόμιο του μέλλοντος.

Ήσουνα ένας ευτυχισμένος αίλουρος!
εσύ, που ζούσες στα πούπουλα,
με ιδέες αφελείς και εικόνες
ελεύθερες,
εσύ, απέναντί μου, σε μια μονομαχία
με σημάδια γυμνά, αληλλουχούμενα,
σαν ανυπάκουα πράσινα σύννεφα
και ρωγμές μελαγχολίας.

Όμως δεν θέλω να θυμάμαι
από την δική μας μοναξιά ζωσμένοι,
το στραμμένο πρόσωπο
που δυσπιστεί στην άνοιξη:
κάτω από στρώματα ασβεστόλιθου
και στήλες καπνού,
πόνος,
δεν θέλω να προφέρω τ όνομά σου,
αφού από τον λόφο της ηδονής,
σφυρηλάτησα το όνομά σου στον θρύλο.
Σφυρηλάτησα το όνομά σου
στο τοπίο της ιστορίας μου.

Curriculum Vitae Juan Carlos Abril