Ποιος σκέφτηκε να πει μικρές
τις ώρες αυτές που τις περνάς
κάτω από σκεπάσματα βαριά
με λέξεις πλεγμένες στα μαλλιά
και το μυαλό ανοιχτό προς το σκοτάδι
που ορμάει παντού
σαν άσκηση διαλογισμού
μαύρο, ας ξεκινήσουμε, το μικρό μου δαχτυλάκι,
μαύρη η γάμπα, ο μηρός, το στήθος
ο λαιμός μου
μαυρίζω ολόκληρη
γεμίζω μελάνη σινική
κι ακούω στ’ αυτιά το βουητό της
που μετράει λεπτά
και χτύπους της καρδιάς
ενώ δίπλα μου γυρνάει γλυκά
την πλάτη ο ύπνος.
Who ever thought of calling small
These hours you spend
Under heavy covers
With words caught in your hair
The mind open towards darkness
That rushes in
As a meditation exercise
Black, let us begin, turns my pinky
Black my calf, thigh, chest,
My neck,
I turn all black
Filled with indelible ink
In my ears its hum
Counting minutes
And heartbeats
As next to me sweetly sleep
Turns his back to me
Πήζει ο χρόνος
γύρω μου
μα δεν πετρώνει.
Ώρα την ώρα
σκληραίνω εγώ
όσο πιο τρυφερή
και ρόδινη
η σάρκα μου
τόσο μικραίνει
το κουκούτσι μου
και συγκεντρώνει
τους χυμούς.
Πικρίζει
και περιμένει
εκείνο το μυθικό ζωάκι
που θα με φάει
σαν ανοιξιάτικο κεράσι.
Time clots
around me
but doesn’t harden.
Hour after hour
I solidify.
The tenderest
and rosiest
my flesh
the smaller
my kernel,
gathering
the juices.
Getting bitter
and awaiting
that mythical creature
that will eat me
like a spring cherry.