ΦΩΤΙΕΣ Τ’ ΑΗ ΓΙΑΝΝΗ
Διαδόθηκε η φήμη
πως από εμπρηστές απειλείται η πόλη μας
αποθηκεύουν εκρηκτικές ύλες και μηχανήματα
και σε παράνομες συγκεντρώσεις διαλέγουν
τις καταλληλότερες για ναρκοθέτηση συνοικίες
διατρέχουμε κίνδυνο εξαφανισμού
μα υπάρχει ταυτόχρονα κάτι επίσης φοβερό
οι εμπρηστές δε μας είναι άγνωστοι
σα φυσιογνωμίες τουλάχιστον
αφού κινούνται ανάμεσά μας
ανάμεσα σε χιλιάδες ευυπόληπτους πολίτες
που φροντίζουν για την οικογένειά τους για τα κοινά
που αγνοούν τις δικές τους κρυφές προθέσεις
έτσι μπορεί νάρθει κανείς σ’ άμεση επαφή μ’ έναν εμπρηστή
να συνομιλήσει μαζί του ίσως και να τον βοηθήσει
αν τύχει νάναι γείτονας ή φίλος του
δίχως να γνωρίζει πως συνεργεί στην καταστροφή του
στη ναρκοθέτηση του δικού του σπιτιού
δυστυχώς καμία πρόνοια δε σφράγισε τους εμπρηστές
μ’ ένα διακριτικό σημάδι
ώστε να μπορεί κανείς να προφυλαχτεί ή ακόμη
και ν’ αμυνθεί μ’ ένα περίστροφο αν χρειαστεί
έτσι ενώ αμέριμνοι διασκεδάζουμε
μπορεί έκπληκτοι ν’ αντικρύσουμε την πόλη
παρανάλωμα του πυρός
να εξηγήσουμε σε μια στιγμή τον υπόγειο θόρυβο
που δε μας άφηνε να κλείσουμε τα μάτια μας τη νύχτα
την πόλη μας που είχε παραδοθεί στα χέρια άλλων
όταν πιστεύαμε πως εμείς την κυβερνάμε
κι ακόμη να δούμε τον γείτονά μας το φίλο μας
που τον γνωρίζαμε φιλήσυχο και συνετό άνθρωπο
στο πρόσωπο ενός εμπρηστή
διερχόμαστε κίνδυνο ολοκληρωτικό συμπολίτες
γρηγορείτε
για το μέλλον των παιδιών μας για τη δική μας δικαίωση
επιτακτικό καθήκον να διασφαλίσουμε τις στέγες τα
υπάρχοντά μας
τα πνευματικά μας κέντρα
να μην επιτρέψουμε την παράδοση της πόλης
στις δυνάμεις του σκότους
γρηγορείτε
ο κίνδυνος μας απειλεί μας εντόπισε είναι μέσα μας
δε θ’ αργήσει η έκρηξη
γρηγορείτε
τα πιο ανιδιοτελή στοιχεία της πόλης μας άρχισαν κιόλας
να μεριμνούν
τοποθετήθηκαν επικεφαλής του αγώνα διάσωσης
οι εμπρηστές πολλαπλασιάστηκαν
δραστηριοποίησαν τις δυνάμεις τους
ο κόσμος έχει πανικοβληθεί
τρέχει ρωτά άρχισε για πρώτη φορά ν’ ανησυχεί
η πόλη μεριμνά ανέκαθεν μεριμνούσε
μην ανησυχείτε κρατηθείτε στα σπίτια σας
μη σπέρνετε τον πανικό
ακούμε τα μηχανήματα να δουλεύουν
δίχως να βλέπουμε τους εμπρηστές
η έκρηξη θάχει ασφαλώς προσδιοριστεί σε μια
συγκεκριμένη ώρα
πλημμύρισαν οι δρόμοι ανθρώπους
ζητούν απελπισμένα ένα έδαφος που να μην
έχει ναρκοθετηθεί
όμως για τίποτε δε μπορεί νάναι κανείς σίγουρος
οι εμπρηστές κυριάρχησαν της πόλης δίχως να φαίνονται
κανείς δεν εμπιστεύεται το διπλανό του όπως πριν
η πόλη γέμισε εμπρηστές
κανείς όμως δεν τους ξέρει δε τους βλέπει
κρατηθείτε σε απομόνωση
γονείς από τα παιδιά σας αγαπημένοι από
τους αγαπημένους σας
η πόλη μεταδίνει μηνύματα κατά των εμπρηστών
η πόλη καίγεται
η πόλη μεταβλήθηκε σ’ ένα απέραντο νεκροταφείο
μιλούμε μέσα απ’ τις σήραγγες.
FIRES OF ST. JOHN
The rumour spread
that our city is threatened by arsonists
they are stockpiling explosives and machinery
and in illegal gatherings they select
the most suitable neighbourhoods for setting mines
we run the risk of extinction
but there is simultaneously something equally terrifying
the arsonists are not unknown to us
as faces at least
since they move among us
among thousands of respectable citizens
who care for their families, for public affairs
who are unaware of their hidden intentions
thus one may come into direct contact with an arsonist
speak with him, perhaps even help him
if it happens that he is his neighbour or his friend
without knowing that he is complicit in his own destruction
in the mining of his own house
unfortunately no foresight sealed the arsonists
with a distinguishing mark
so that one might protect oneself or even
defend oneself with a revolver if needed
thus while we are carelessly enjoying ourselves
we may astonished witness the city
consumed by fire
to explain in a single instance the underground noise
that did not let us close our eyes at night
our city which had been handed over to the hands of others
when we believed that we governed it
and furthermore, to see our neighbour, our friend
whom we knew as a peaceful and prudent man
in the face of an arsonist
we are passing through a total danger, fellow citizens
urgently keep watch
for the future of our children for our own vindication
imperative duty to secure the roofs our
belongings
our spiritual centres
to not allow the surrender of the city
to the forces of darkness
urgently keep watch
the danger threatens us has pinpointed us is within us
the explosion will not delay
specific time
flooded the streets with people
seeking desperately a ground that has not
been mined
but one cannot be certain of anything
the arsonists dominated the city without appearing
no one trusts his fellow man as before
the city filled with arsonists
but no one knows them no one sees them
keep yourselves in isolation
parents from your children loved ones from
your loved ones
the city transmits messages against the arsonists
the city is burning
the city has been transformed into an endless cemetery
we are speaking from within the tunnels.
ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ
στον Σούλη
Ένα ένα βγάζω τα ρούχα
τα παπούτσια μου
την άνοιξη τον πρώτο μου πόνο
φθινόπωρα και καλοκαίρια
το χώμα που ράγισε νύχτα
και βγήκε τ’ ανάστημά μου
μετά έρχεσαι εσύ
με την πανοπλία των δακρύων
με λέξεις αποδημητικά πουλιά
βογγώντας μένεις
διψώντας την άλλη σου μέρα
φως που μου γκρεμίζει τα μάτια
για να μάθω
να συλλαβίζω τον κόσμο
να κινδυνεύω σε ώρες αιθρίας
να θανατώνω το θάνατο
καθώς τα τριαντάφυλλα του κήπου μας
γίνονται αργά
αγάλματα και με πετροβολούν
θα σφηνώσω
σε μια νότα τον κόσμο
σ’ ένα λιμάνι τον πόνο
να μην έχω να θυμάμαι
να μην έχω να ξεχνώ
τόσο σ’ αγάπησα ελευθερία μου
που και ναυαγισμένος ναυάγησα
που γύρισα απ’ την Έρημη Χώρα
με χιλιάδες περιστέρια να φτεροκοπούν
στα χέρια μου
μη διστάσεις
να χτυπήσεις το πρόσωπό μου με όστρακα
θα γίνω δάσος με μαρμάρινα φύλλα
βράχος που δε ριζώνει σ’ άλλη γη
τελευταία λέξη στην άκρη της νύχτας
λίγο πριν νερό αλμυρό τσακίσει τον ύπνο μου
κι αγάλματα που έχασαν τη μνήμη τους
που ξέχασαν την αφή των δαχτύλων
με ξεπροβοδίσουν.
Μια θλίψη με πρόσωπο φίλου
είναι το δέντρο
μια ρωγμή στον ύπνο σου
μια θάλασσα που βούλιαξε στην αγκαλιά της
θα γίνεις νερό θα γίνεις μουσική
μην πεις αγάπη δέντρο φυλακή
πριν ακουμπήσεις στη ζωή σου
εκατομμύρια πάρκα θα σε δολοφονήσουν
μ’ ένα μαχαίρι φυλλωσιάς
μ’ ένα ζευγάρι χειροπέδες
που δεν ξεχνιούνται
(Είκοσι τέσσερα νυχτερινά τραγούδια, 1970)
SIEGE
to Soulis
One by one I remove the clothes
my shoes
the spring my first pain
autumns and summers
the earth that cracked at night
and my height emerged
then you come
with the armour of tears
with words migratory birds
groaning you stay
thirsting for your other day
light that tears down my eyes
so that I learn
to syllabify the world
to risk in hours of clear skies
to slay death
as the roses in our garden
slowly become
statues and stone me
I will wedge
into a single note the world
into a harbour the pain
so that I have nothing to remember
so that I have nothing to forget
this much I loved you my freedom
that even shipwrecked I was shipwrecked
that I returned from the Waste Land
with thousands of doves fluttering
in my hands
do not hesitate
to strike my face with shells
I will become a forest with marble leaves
a rock that does not take root in any other land
the last word at the edge of the night
just before salty water shatters my sleep
and statues that lost their memory
that forgot the touch of fingers
send me off.
A sorrow with the face of a friend
is the tree
a crack in your sleep
a sea that sank into its own embrace
you will become water you will become music
do not say love tree prison
before you lean onto your life
millions of parks will assassinate you
with a knife of foliage
with a pair of handcuffs
that cannot be forgotten.