Aggeliki Pechlivani | Greece

DREAM 28 (Emily)

It is again raining in my dream. I am the recipient of Emily’s thousands of lost letters and I live not
in Amherst but in Nice, mourning my own dead. I have sorted 8,950 letters in strict chronological
order. I am spicing them with lavender and placing them in cabinets as white as full-blooming lilies.
For 24 years, 6 months and 15 days I’ve been reading them out to you in a low voice behind the
door. I read out to you one every day. I never get to see the rain. I can only hear it and feel it. It
waters me as it waters the daffodils in the garden. Daffodils and marigolds. (By the way, I, too,
watched my father’s funeral through a crack in my father’s home; in my mother’s funeral I was the
soil, I was the dust to dust, the supplicant).
Today I read her last letter and now I know.
I am the lost letters of Emily Dickinson.
I am the unfinished handicraft.
Yes.
I am the rain of 8950 days.

ΟΝΕΙΡΟ 28 (Έμιλυ)

Βρέχει πάλι στο όνειρο. Είμαι ο παραλήπτης των χιλιάδων χαμένων επιστολών της Έμιλυ και
δεν ζω στο Άμερστ αλλά στη Νίκαια θρηνώντας τους δικούς μου νεκρούς. Έχω ταξινομήσει
8.950 επιστολές με αυστηρή χρονολογική σειρά. Τις αρωματίζω με λεβάντα και τις τοποθετώ
σε ερμάρια λευκά σαν ολάνθιστους κρίνους. Επί 24 χρόνια, 6 μήνες και 15 μέρες σάς τις
διαβάζω χαμηλόφωνα πίσω από την πόρτα. Κάθε μέρα σας διαβάζω και μία. Τη βροχή δεν τη
βλέπω ποτέ. Την ακούω μόνο και τη νιώθω. Με ποτίζει όπως ποτίζει τους ασφόδελους του
κήπου. Τους ασφόδελους και τους κατιφέδες. (Παρεμπιπτόντως, και εγώ, την κηδεία του
πατέρα μου την παρακολούθησα από μια ρωγμή του πατρικού μου, της, δε, μητέρας, ήμουν το
χώμα, ήμουν η χους εις χουν, η παρακλητική).
Σήμερα διάβασα την τελευταία της επιστολή και πλέον ξέρω.
Είμαι οι χαμένες επιστολές της Έμιλυ Ντίκινσον.
Είμαι το ατελείωτο εργόχειρο.
Ναι.
Είμαι η βροχή των 8950 ημερών.

  

Dark flashes of a war

III.

In Luhansk, this Spring of ’22 is hot. Southerly winds are blowing and it is, as ever, humid. Nature
is reborn and the abies alba blossoms, its needles and branches heavy with essential oil, like lovers’
fingers dripping through touch. The yellow rhododendron becomes a sunflower, it becomes a wheat
field in Auvers-sur-Οise, just before the end. And the holly berry turns into a fresh red, a red that
explodes like sky-high blood at the far edge of the horizon.
Like a drawing, then. All gracefully made.
Even if it doesn’t smell like Spring.
Because it smells like rotting pork and hot metal. Inorganic compounds and ammonia. It reeks of
decay (you know, there are fetid words, more fetid than the unburied dead). Because they didn’t
plant the remains in their gardens in case they blossom next year; they buried them in the streets
with the tar.
Indeed, April is the cruelest month.
Because the sweet aura penetrates even the suddenly.
Like a nine millimeter bullet.

 
Σκοτεινά φλαςενόςπολέμου

ΙΙΙ.

Στο Λουχάνσκ, τούτη η Άνοιξη του ’22 είναι ζεστή. Άνεμοι νότιοι ασθενείς φυσούν και έχει, όπως
πάντα, υγρασία. Η φύση αναγεννάται κι ανθεί το abies albaˑβαραίνουν οι βελόνες του και τα
κλαριά από αιθέριο έλαιο, σαν δάχτυλα ερωτευμένων που στάζουν με το άγγιγμα. Το κίτρινο
ροδόδεντρο γίνεται ηλιοτρόπιο, γίνεται σταροχώραφο στην Auvers-sur-oise λιγάκι πριν το τέλος.
Και το πουρνάρι μούρο γίνεται φρέσκο κόκκινο, κόκκινο που εκρήγνυται σαν αίμα ουρανόμηκες
στο βάθος του ορίζοντα.
Σαν ζωγραφιά, λοιπόν. Όλα με χάρη καμωμένα.
Κι ας μη μυρίζει Άνοιξη.
Γιατί μυρίζει σάπιο κρέας γουρουνιού και μέταλλο καυτό. Ανόργανες ενώσεις και αμμωνία.
Μυρίζει αποικοδόμηση (ξέρετε, υπάρχουν λέξεις δύσοσμες, πιο δύσοσμες κι από άταφους
νεκρούς). Γιατί τα λείψανα δεν τα φυτέψανε στους κήπους τους μήπως κι ανθίσουνε του χρόνου, τα
έθαψαν στους δρόμους μες την πίσσα.
Πράγματι ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός.
Γιατί η γλυκυτάτη αύρα διαπερνά ακόμα και το αίφνης.
Σαν σφαίρα εννέα χιλιοστών.

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη