Μυθιστόρημα α΄- β΄
Κάθε πρωί τον θάβω
Και κάθε βράδυ το μνήμα αφήνει
Τον θάνατο πατεί
Κι έρχεται πάλι κλαίγοντας
Παράξενος νεκρός
Σαν ζούσε, όλο έφευγε
Και τώρα όλο επιστρέφει
Ρωτά ο νεκρός:
Γιατί δεν μ’ έκλαψες;
Τι να του πω;
Τον έκλαιγα όσο ζούσε.
Θα ‘πρεπε να ‘ναι ευχαριστημένος.
Grand Narrative a-b
I bury him every morning
And every night he leaves his grave
Defies his death
And comes crying again
A weird dead man
He was always gone while he was alive
And now he keeps returning
The dead man asks:
Why did you not mourn for me?
What can I say?
I mourned for him while he was alive.
He should be pleased.
Μεταφορά
Απ’ το πρωί είχα αδειάσει το παλιό ψυγείο.
Η ώρα του είχε έρθει.
Η πόρτα έπεφτε κι εντός του είχε ξεφτίσει.
Μα πιότερο με κούραζε εκείνο το αδιάκοπο μουρμουρητό,
το τρέμουλο.
Και δεν του λείπανε σημάδια, κιτρινίλες, χτυπήματα παλιά
-τόσες και τόσες μετοικήσεις, προς τι αναρωτιόμουν-
καθώς στεκόμουν και το κοίταζα να χάσκει
άδειο κι άχρηστο.
Κι έβλεπα τώρα κι άκουγα αλλοτινές χαρές
παιδιά, γιορτές, σιρόπια για τον πυρετό, τούρτες γενέθλιες.
Απόφαση το πήρα και την πρίζα τράβηξα.
Κι άκουσα κείνον εκεί τον ήχο• του σβησίματος
που σαν ξεφύσημα, σαν στεναγμός
με τάραξε
σαν άνθρωπο δικό μου να ‘χανα.
Ολόκληρη τη μέρα έτσι στάθηκε.
Ένα σκουπίδι που περίμενε
να ‘ρθουν να το σηκώσουν
κι άλλο να μπει στη θέση του
ανήξερα απαστράπτον.
Ήρθανε οι τέσσερίς τους, πριν νυχτώσει.
Φορούσαν μαύρα και μυρίζαν.
Το σήκωσαν, το σύραν, το πέρασαν, το πήραν
ανύποπτοι καγχάζοντας:
Για το ψυγείο κλαις;
Οι ανήξεροι.
Metaphor
First thing in the morning, the old refrigerator was emptied.
The time had come.
The door was loose, its inside shabby.
But what was more exasperating was its incessant murmuring,
And tremor.
And it was not without scratches, yellow stains, old fractures
So many moves, where to? I was wondering
As I stood there watching it gaping
Hollow, useless.
I could see and hear now past thrills of
Children, feasts, fever syrups, and birthday cakes.
I was decided; I pulled the plug.
And then I heard that sound of switching off;
A gasp, a sigh
That shook me
As if a dear one was lost.
It was left standing there all day.
A piece of junk waiting
To be discarded
And substituted
By an ignorant splendid replacement.
Four of them came before night had fallen.
Wearing black and stinking.
It was picked up, dragged, passed through, taken
They chuckled ignorantly:
Are you crying about the fridge?
Little did they know