Antonis D.Skiathas | Greece

Ιούλιος και Τότε.

Μια φέτα καρπούζι παγωμένο.
Ένα φεγγάρι κρεμασμένο στο αγιόκλημα. Ένα κορμί πλυμένο με το λάστιχο του κήπου.

Ένα παγωτό ξυλάκι να λιώνει στο χέρι. Μία βόλτα με τα ποδήλατα στον πευκώνα μέχρι αργά το βράδυ ήταν το καλοκαιράκι της νιότης μας, είπε ο ιερέας λίγο πριν την κάθοδο προς το κοιμητήριο με τα ιδρωμένα κυπαρίσσια.
Ιούλιος και πάλι, εκείνος με κουστούμι γαμπριάτικο, έτοιμος για το ταξίδι και ο φίλος του ιερέας να αναγιγνώσκει από το ημερολόγιο των αδικημάτων τους, γραφές μόνο για τα καλοκαίρια τους.

Όταν τα μεσημέρια στον Πόρο τα τζιτζίκια έκοβαν την ανάσα της θάλασσας, παίρνανε φόρα και κάρφωναν το κύμα με τα χέρια, μετά ξυπόλητοι στο πυρακτωμένο τσιμέντο του λιμενοβραχίονα χόρευαν χωρίς μουσική μέχρι να βρουν την πρώτη σαγιονάρα.

Ο ένας πλέον σε λειμώνες δροσερούς, ο άλλος με το πετραχήλι υμνεί μαζί με όσους εμφανίστηκαν για τον χαιρετισμό ήξεραν πως έχει χρόνο ο θάνατος και τον Ιούλιο κάθε συμπληρωμένο θέρος.

Στον Πόρο κάθε απόγευμα φόρτωναν τα όνειρα της ημέρας σε μια βαρκούλα και οι δύο φύσαγαν μαζί στο πανάκι το λευκό να νικηθούν οι τζίτζικες για να αρχίσουν τα τριζόνια.
Από τότε έμαθαν για το φως και τις σκιές του.

July also then

A slice of frozen watermelon.
A moon suspended from the honeysuckle. A body washed with the garden hose.

A popsicle melting on the hand. A ride with the bikes to the pine forest until late at night was the little summer of our youth, said the priest sometime before the descent to the cemetery with the sweaty cypresses.
July once again, him with a bridegroom suit, ready for the voyage and his friend the priest reading aloud from the calendar of their offenses, writings solely concerning their summers.

When in the afternoons in Poros the cicadas took away the breath of the sea, they speeded up and nailed the wave with their arms, then barefooted they danced without music on the incandescent concrete of the jetty until they found the first flip flop.

The one in cool meadows now, the other with his epitrachelion chanting along those who showed up for the salutation they knew that death has time and every complete summer has its July.

In Poros every afternoon they loaded up a little rowboat with the quotidian dreams and both of them blew the little white sail so that the cicadas would be defeated and the crickets would commence.
Since then they know of the light and its shadows.

Τhe Next Station

Στην ερημιά της πόλεως το λεωφορείο της γραμμής σερνόταν φωτισμένο άδειο με δύο επιβάτες.
Στο τελευταίο κάθισμα στην πίσω αριστερά πόρτα καθόταν ένα ανδρόγυνο.
Εκείνος μ’ ένα καράβι χάρτινο στα χέρια με ανοιγμένα πανιά 1 και εκείνη μ’ ένα μεταξωτό μαντήλι στο κλάμα βουτηγμένο.
Ο οδηγός άνοιγε και έκλεινε τις πόρτες σε κάθε στάση.
Τέτοια ώρα ποιος ν’ ανέβαινε;
Ο μόνος που έμπαινε φουριόζος ήταν ο μουχλιασμένος αέρας του λαϊκού προάστιου.
Από τους καθρέπτες με τα χέρια στο τιμόνι και με κλεφτές ματιές παρατηρούσε τον άνδρα και τη γυναίκα να χαϊδεύουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου.
Έγραφαν με τα χέρια τους το σχήμα του προσώπου τους για να γνωριστούν καλύτερα.
Έτσι διέσχισαν όλη την πόλη.
Ακούστηκε το ηχογραφημένο μήνυμα The next station Place Royal.
Tο φωτισμένο θηρίο της πόλης σταμάτησε και πάλι, άνοιξαν αυτόματα οι πόρτες.
Σηκώθηκαν, στηρίχτηκαν ο ένας στο μπράτσο της άλλης και μέτρησαν τα σκαλιά με τα λευκά ραβδιά τους.
Περπάτησαν αργά στο σκοτάδι. Άρχισε να χαράζει στην ερημιά της πόλης.
Απών ο χρόνος που άλλοτε υπαρκτός και άλλοτε ανύπαρκτος όριζε το λευκό και τις σκιές του σε αυτόν τον ρημαγμένο Αύγουστο. Η νιότη του στη μέση του δρόμου αναζητά αλήθειες στο κρυφτούλι της μνήμης για σχήματα, ήχους και χρόνους κρυμμένους.

The Next Station

In the desert of the city the bus crawled lit empty carrying two passengers.
In the last seat by the back left door a couple sat.
Him holding on his hands a paper boat at full sail and her with a silk handkerchief drained in tears.
The driver opened and closed the doors at every station.
Who would get in at this time?
The only one to hurry inside was the moldy air of the common suburbs.
With his hands on the wheel glimpsing now and then through the mirrors he observed the man and the woman caressing each other’s faces.
They wrote the shape of their face with their hands to get to know each other better.
Thus they crossed the whole city.
The recorded message was heard The next station Place Royal.
The lit beast of the city stopped once again, the doors opened automatically.
They got up, leaning on each other’s arms and they counted the steps with their white canes.
They walked slowly through the darkness. It began to dawn in the desert of the city.
Absent was the time that sometimes existent and sometimes nonexistent ruled the white and its shadows in this deserted August. In the middle of the road its youth seeks for truths of shapes, sounds and hidden times in memory’s hide-and-seek.

Μετάφραση στα αγγλικά Βασίλης Πανδής
English rendering Vassilis Pandis

Βιογραφικό Αντώνης Σκιαθάς