BROKEN HOURGLASS
Words slip down
My empty pockets
They drip down my legs
Like a stream of blood.
They climb my socks
And fall down the street,
Little crumbs on my footsteps.
Faces slip down
From the holes in my words.
Rivers flow down the asphalt
Overcome the obstacles of vowels
And disappear into the sewage
drain covers.
Moments slip away
From their hollow faces.
Melted clocks
Drip down their eyes,
Smother the voices on the lips
And run into the sea.
I slip –whole-
Down the hollow moments.
Dry sand
In a broken hourglass
I had no time to make my presence count
A fierce wind was blowing in the world.
Translation into English by Peny Fylaktaki
ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΚΛΕΨΥΔΡΑ
Γλιστρούν οι λέξεις
Από τις τρύπιες μου τσέπες
Κυλούν σαν αίμα
στα πόδια μου.
Σκαλώνουν στις κάλτσες
Και πέφτουν στο δρόμο,
Ψιχουλάκια στα ίχνη μου.
Γλιστρούν τα πρόσωπα
Από τις τρύπιες μου λέξεις.
Ποτάμια που χύνονται
Στην άσφαλτο
Υπερπηδούν τα εμπόδια
των φωνηέντων
και χάνονται στις σχάρες
του υπόνομου.
Γλιστρούν οι στιγμές
Από τα τρύπια τους πρόσωπα.
Ρολόγια λιωμένα
Στάζουν απ’ τα μάτια τους.
Πνίγουν τις φωνές
Στα χείλη
Κι εκβάλλουν στη θάλασσα.
Γλιστράω ολόκληρος
Από τρύπιες στιγμές.
Άμμος στεγνή
Σε σπασμένη κλεψύδρα.
Να μετρήσω δεν πρόλαβα.
Στον κόσμο
Φυσούσε αέρας.
Από την ποιητική συλλογή “Η Γλώσσα της φυγής”, Εκδόσεις Μικρή άρκτος 2016
NEW BUILDING SITE
When I walk by building sites
I stand for a while
Stare at the builders,
Breathe deeply
The smell of cement
And fresh concrete
And I shrink
Measuring the height.
Um Kalsum on the radio.
And then it’s me running
Skinny little bastard,
Climbing in awe
And short pants
The luminous stairs
In my hand rings
The bundle with father’s snack
All around the smell of fresh concrete
And wet planks from molding.
Summertime, closed schools.
Dad is always there waiting,
Kazatzidis whines a song,
On the edge of the floor
Which will become a balcony,
His feet hanging loose in the air
An adze in his hands
He pulls nails out of the wood
Or climbs the scaffolding,
His mouth still full
Shiny nails,
Molding the next floor.
Eleven sharp
And everyone, everything stops.
They wash their hands
In the water running from the hose pipe,
Wash their face
And gather around the naked stairs,
Haroula’s folk songs,
Like a flock of birds.
His kiss smells of cigarette smoke
His embrace of lime.
Bread and cheese, tomato and olives,
Once in a blue moon
Fresh onions
Or two slices of salami
Gianiotis brand, with garlic.
Jokes and swear words,
Native testosterone,
Painted skivvy shirts
Are the white bodies,
Dark arms, in the back of the neck
The round shirt neck,
Like Sun tatoo.
Messages on the pirate radio,
Dionysiou blasts on the radio.
Like a crump thrown aside
I go down on my own
With the kitchen towel folded,
Break is over,
Full of air and sun
In the summer heat,
“careful,
Or you’ll step on some nail”,
I’m careful
Not to step on any nail,
The concrete machine gets in motion again
Its song, out of tune,
I can’t hear what’s on the radio.
I set my foot on the ground,
look up at the body that rises,
His eyes on me,
the pocket money he gave me are ringing in my pocket.
The new building site
Is already behind me
In the stretch of my existence.
My father
His legs now hanging from a cloud
In the sky he molded for me.
Absence takes no breaks.
Memory, when it can,
Interrupts it
When I walk by building sites
And the smell of concrete
From fresh cement
Pierces my nostrils
and plays songs
Angels carrying sacks,
In seconds,
Fly around me,
Like balloons
that slipped from my childish hands.
My place in heaven is under construction
Waiting for me.
I drag my bundle
And watch my step on my way
Not to step on some nail.
Cairo 16.3.2018
ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΓΙΑΠΙ
Όταν περνώ μπροστά απο γιαπιά
κοντοστέκομαι.
Xαζεύω οικοδόμους,
εισπνέω βαθιά
τη μυρωδιά του τσιμέντου
από το φρέσκο μπετό
και συρικνώνομαι
σταθμίζοντας το ύψος.
Η Ουμ Καλσούμ στο τραντζίστορ.
Τρέχω μετά
πιτσιρίκι κοκκαλιάρικο
κι ανεβαίνω με δέος
τις φωτεινές σκάλες
Στο χέρι κουδουνίζω
το μπογαλάκι
με το κολατσιό του πατέρα.
Παντού μυρίζει άψητο μπετό
και υγρό μαδέρι απ’ τα καλουπώματα.
Καλοκαίρι, κλειστά τα σχολεία.
Ο μπαμπάς πάντα εκεί με περιμένει,
ο Καζαντζίδης κάτι κλαίει,
στην άκρη της πλάκας
που θα γίνει μπαλκόνι,
με τα πόδια κρεμασμένα στο κενό
και το σκεπάρνι στα χέρια
να ξεκαρφιάζει ξύλα
ή στη σκαλωσιά σκαρφαλωμένος,
με στόμα μπουκωμένο
καρφιά γυαλιστερά
να καλουπώνει τον επόμενο όροφο.
Έντεκα ακριβώς
σταματάνε όλοι, όλα.
Νίβουν τα χέρια τους
στο νερό που τρέχει
από το πράσινο λάστιχο,
πλένουν τα μούτρα
και μαζεύονται στις γυμνές σκάλες,
λαϊκά της Χαρούλας,
σαν πουλιά.
Το φιλί μυρίζει τσιγαρίλα
η αγκαλιά ασβέστη.
Ψωμοτύρι, ντομάτα κι ελιές,
καμιά φορά
και φρέσκα κρεμμυδάκια.
Δυο φετούλες σαλάμι σκορδάτο
ή μορταδέλα Πασσιά
όταν το τεφτέρι του μπακάλη
το επιτρέπει.
Χωρατά και προστυχόλογα,
τεστοστερόνη περίσσια,
ζωγραφισμένα φανελάκια
σε σώματα λευκά
μαύρα μπράτσα, σβέρκος και λαιμόκοψη,
τατουάζ του ήλιου.
Αφιερώσεις πειρατικές,
Διονυσίου στη διαπασών.
Ψίχουλο τιναγμένο
Κατεβαίνω μόνος μου
με την πετσέτα της κουζίνας διπλωμένη,
το διάλειμμα τέλειωσε,
ευάερα, ευήλια ύψη
στην κάψα του καλοκαιριού,
“πρόσεχε,
να μην πατήσεις κανένα καρφί”,
προσέχω
να μην πατήσω κανένα καρφί,
η μπετονιέρα πήρε να φωνάζει πάλι
το φάλτσο τραγούδι της,
δεν ακούω τι παίζει το ραδιόφωνο.
Πατάω στη γη,
κοιτάζω ψηλά το κουφάρι που υψώνεται,
τα μάτια του πάνω μου,
τσίμπισα κι ένα δίφραγκο.
Το καινούργιο γιαπί
είναι ήδη πίσω μου
στη διαστολή μου.
Ο πατέρας πια
με τα πόδια κρεμασμένα
στο σύννεφο
στον ουρανό που καλούπωσε για μένα.
Η απουσία δεν κάνει διάλειμμα.
Η μνήμη όταν μπορεί
την διακόπτει
όταν περνώ μπροστά από γιαπιά
κι η μυρωδιά του τσιμέντου
από το φρέσκο μπετό
τρυπάει τα ρουθούνια
και παίζει τραγούδια.
Άγγελοι με πυλοφόρια
πετούν τριγύρω
μπαλόνια που φύγαν
από τα παιδικά μου χέρια.
Ο παράδεισος χτίζεται
και με περιμένει.
Σέρνω το μπογαλάκι μου
και προσέχω πηγαίνοντας
μην πατήσω κανένα καρφί.
Κάιρο 16.3.2018