Οι οδοιπόροι, ένα αντι-μανιφέστο
Μέσα στο πηγάδι
της λησμονιάς του χρόνου,
βαδίζουμε πάνω στα νεκροταφεία
των ψυχών.
Οικόσημό μας το μυστικό Χάος,
ζώντας σε έναν κόσμο
δίχως ενδότερο νόημα,
όπου τα αγνά αισθήματα
έχουν αυτοκτονήσει και βιαστεί
από τους πιστούς των πάσης φύσεως ιδεών.
Σιχαθήκαμε.
Η αγάπη για κάποια πράγματα βρίσκεται
μέσα στης καρδιάς την θέρμη
και δεν χρειάζεται αποδείξεις.
Η ζωή, εξάλλου, είναι όμορφη
αλλά απρόβλεπτη μέσα στη μικρότητά της,
δεν αξίζει άδικη σπατάλη.
Και η πορεία προς το Άγνωστο συνεχίζεται
-και τα ριζώματα υποχωρούν.
The Travellers, an anti-manifesto
Inside the well
of the oblivion of time,
we walk through the cemeteries
of souls.
Our coat of arms is the secret Chaos,
living in a world
with no deeper meaning,
where pure feelings
have committed suicide and been raped
by the believers of all kinds of ideas.
We are disgusted.
The love for some things is found
in the warmth of the heart
and has no needs of proofs.
Life, after all, is beautiful
but unpredictable in its smallness,
it does not need unjust waste.
And the march towards the unknown continues
-And the roots recede.
Χ 14
Στον Νικήτα Σ.
Τα μεταλλικά σκεύη
της αστικής μας
μοναξιάς
στις λεωφόρους
των σκορπισμένων ελπίδων
βεβηλώνουν τα ξεθωριασμένα μνήματα.
Μέσα στον σφικτό κόλπο τους
ξαναγεννημένοι και παροπλισμένοι
-ακίνητοι πεζοπόροι-
κόβουμε τις γλώσσες
των αισθημάτων.
Στειρωμένα κατάλοιπα
μιας ηθελημένης έκτρωσης
τα σώματά μας
αντάλλαξαν τη σάρκα τους
με γρανάζια και βίδες.
Φθάσαμε στη στάση
η μηχανή μας αποχωρίζεται
με βρυχηθμό
ξέρει ότι θα ανταμώσουμε ξανά.
Η μαύρη μηχανή
Χ 14
To Niketas S.
The metal utensils
of our urban
solitude
on the avenues
of scattered hopes
desecrate the faded tombs.
In their tight grip
reborn and decommissioned
-motionless hikers-
we cut off the tongues
of our feelings.
Sterilized remains
of a deliberate abortion
our bodies
exchanged their flesh
with cogs and screws.
We arrived at the station
the machine was separated from us
with a roar
she knows we’ll meet again.
The black machine