END OF SEASON.
With the wound of quiescence
Straight in the heart
I walked on borders
Until I arrived
Not like the passers-by
And all the dangerous creatures
Of the night
But with my fingers yellowish
Because of too much of moon.
The rest of the cracks
The empty orbits
(are) eating.
Later, more and more silently
The fog
Like a white day
Shows,
While words
Are present
And I am absent.
(Μετάφραση: Τζούτζη Ματζουράνη)
Tέλος εποχής
Με το τραύμα της ησυχίας
κατάστηθα
πάτησα σύνορο
ώσπου να έρθω
-όχι σαν τους περαστικούς
κι όλα τα επίφοβα πλάσματα
της νύχτας-
μα με κιτρινισμένα δάχτυλα
απ΄ το πολύ φεγγάρι.
Τ΄ άλλα ραγίσματα
τις άδειες κόγχες
κατατρώνε.
Μετά βουβά και πιο βουβά
εκείνη η ομίχλη,
σαν άσπρη μέρα δείχνει
όσο οι λέξεις
δίνουν το παρόν
κι εγώ λείπω
WELCOME TO GREECE.
Such a pity that the beautiful island fade away
Behind cement slums
Just when we were waiting
For something to happen
It was not for our teeth
So much of death
There were children in the fort
Neither were the knives a solution
(Just like) every arrow
that hits you
it is not an Iliad.
(Μετάφραση: Τζούτζη Ματζουράνη)
Welcome to Greece
Κρίμα που έσβησε το ωραίο νησί
πίσω από Ελενίτ παράγκες
την ώρα που περιμέναμε
κάτι να συμβεί.
∆εν ήταν για τα δόντια μας
τόσος θάνατος,
στην ντάπια υπήρχανε παιδιά,
ούτε τα μαχαίρια
η λύση,
(όπως) και κάθε βέλος
που μπήγεται
βαθιά
δεν είναι Ιλιάδα.