Nikos Fotopoulos, Greece

portrait.jpg-3-patras-world-poetry-festival.jpg

Nikos Fotopoulos, GREECE

The wave of a night set adrift

The Poems

 

The wave of a night set adrift

A rowdy wind
carries away
my darksome land
nostos -onerously longing to return home-
drawing me down into the deep
and the black sea
is nourishing within its frost
your empty image

ahead lies the sorrow of the times
and the shore of love
which I once reached within a dream
nekyia -a silent communion with the dead-
in the depths of a seabed
filled with ignorant souls
the major and the minor
of a foul world
which never took part
to the passions of people.

And yet
this night brings you closer
to the bleakness of lands and ideas
where the two of us
dwellers of the eternal
in the time of roadways and skies
my memory, wedged
in such rush of the blood
of an adolescence
insatiable of absurdity
until its old age.

I frequently conspire with the dead
pregnant with the anticipations of the
netherworld

literature of the rain
the grammar of love
scripts
like empty carcasses
within the bones of the poets
the words are howling
along the obedience of reason
marked routes
empty publications
medicinal by-products
a digital imaging of the void

my hollow soul you do not hear

the footsteps
the padlocks
the empty rails
the cracks
the humble human attributes turning into bread
to feed the hungry mouths of the unsung.

Look at the snow from the sky
gracefully falling
on the lifeless white of the operating theatre

And yet
all that this rowdy wind didn’t bear
is still smouldering the life
with teargases and fires
which didn’t guide us to the light

Distress
Depression
Distress
Depression

the sky is rotting away like a wooden ceiling
within the foil of remorse

I still remember Love
the unspoken shiver at the fingertips of the Summer
a faint,
fervid
and weeping
“I love you”

This “I love you”
which proved unable to get composed into a Body

a voiceless confession of blood
a stain
on the silent bed sheet of the night.

Out of all the slaughter
the remains of a monochrome life
the amorous blood
flowing
in a barren, dead remembrance
nourishing the unjustified
grateful for the unfulfilled
such that comes from afar
which is eternally lost
within the haze
of our runaway world
of our oncoming world
where we’ve been washed ashore
by the wave of a night set adrift.

*

Το κύμα μιας νύχτας ακυβέρνητης

Ένας αγέρας άνισος
τη σκοτεινή μου χώρα
παρασέρνει
νόστος βαρύς
με κατεβάζει στα βαθιά
κι η μαύρη θάλασσα
τρέφει στο ψύχος της
την άδεια σου εικόνα

μπροστά μου η θλίψη των καιρών
και η στεριά του έρωτα
που κάποτε ονειρεύτηκα πως έφτασα
μία νέκυϊα βουβή
στα έγκατα ενός βυθού
γεμάτου ανίδεες ψυχές
το μείζον και το έλασσον
ενός κόσμου λερού
που δεν κοινώνησε ποτέ
τα πάθη των ανθρώπων.

Κι όμως
η νύχτα αυτή σε φέρνει πιο κοντά
στην ερημιά των τόπων και των ιδεών
εκεί που οι δύο μας
ένοικοι του παντοτινού
στην εποχή των δρόμων και των ουρανών
σφήνα η μνήμη μου
σε εκείνη την τρεχάλα του αίματος
μιας εφηβείας
που ούτε στο γήρας της
δεν χόρτασε τον παραλογισμό της.

Συνωμοτώ συχνά με τους νεκρούς
τις προσμονές του κάτω κόσμου εγκυμονώ

φιλολογίες της βροχής
γραμματικές του έρωτα
άδεια κουφάρια κείμενα
στων ποιητών τα κόκαλα
οι λέξεις αλυχτούνε
με πειθαρχίες λογικής
σημειωμένες διαδρομές
δημοσιεύσεις του κενού
ιατρικά παράγωγα
ψηφιακές απεικονίσεις του κενού

κούφια ψυχή μου δεν ακούς

τα βήματα
τις κλειδαριές
τις άδειες ράγες
τις ρωγμές
τα ταπεινά ανθρώπινα που καταλήξανε ψωμί
στα πεινασμένα στόματα των αφανών.

Κοίτα το χιόνι του ουρανού
πώς πέφτει ανάλαφρα
πάνω στο άψυχο λευκό του χειρουργείου

Κι όμως
όσα δεν έφερε ο άνισος αυτός αγέρας
σιγοκαίνε ακόμα τη ζωή
με δακρυγόνα και φωτιές
που δε μάς βγάλανε στο φως

Θλίψη
Κατάθλιψη
Θλίψη
Κατάθλιψη

ο ουρανός σαπίζει σαν ξύλινη οροφή
μες στην αντίστιξη μιας τύψης.

Θυμάμαι ακόμα την Αγάπη
το άρρητο ρίγος στα ακροδάχτυλα του Θέρους
ένα αχνό,
παράφορο
και λυγμικό
«Σ’ αγαπώ»

το «Σ’ αγαπώ»
που δεν κατάφερε σε Σώμα να συγκροτηθεί

μια βουβή εξομολόγηση του αίματος
μια κηλίδα
στο σιωπηλό σεντόνι της νύχτας.

Απ’ όλη τούτη τη σφαγή
τα απομεινάρια μιας ζωής σε ένα χρώμα
το ερωτευμένο αίμα
να κυλά
στη στέρφα μνήμη τη νεκρή
καλλιεργώντας το αδικαίωτο
το ανεκπλήρωτο ευγνωμονώντας
εκείνο που ‘ρχεται από μακριά
αυτό που χάνεται παντοτινά
μες στην αχλή
του κόσμου μας που έφυγε
του κόσμου μας που έρχεται
εκεί που μας έβγαλε
το κύμα μιας νύχτας ακυβέρνητης.

* * * 

 

Deciduous Sleep

There come nights
when bells struck inside me
I get startled
I stand up and walk
your figure’s flora
is my second body
There come days
that I remember nothing
no hard feelings against anyone
and my Fate unwary
distributes leaflets at the crossroads.
Friends meet there
acquaintances from different times
ephemeral love affairs, childhood illnesses
adages they told me as a kid.
Most often
I see a woman
she dances
the twist of her body circles me
until I wake up in sweat.
I go back to sleep
my mind returns to America’s Square
the leaves of my sleep
are dispersed once more – all around me people ) hungry
The ones I love
often come in my dreams
I remember faces
brass notes and incidents
Sleep is a great adventure
like a honeymoon
to a celestial garden.
Every time I sleep
I utter softly
the final farewell
to the ones I never forgot
while my sleep is
shattering me dream by dream.

*

Φυλλοβόλος Ύπνος

Έρχονται νύχτες
που μέσα μου χτυπούν καμπάνες
αλαφιάζομαι
σηκώνομαι και περπατώ
η χλόη του κορμιού σου
δεύτερο σώμα μου.
Έρχονται μέρες
που τίποτα δε θυμάμαι
δεν κρατώ κακία σε κανέναν
κι η Μοίρα μου ανυποψίαστη
μοιράζει φυλλάδια σε σταυροδρόμια.
Εκεί συναντιούνται φίλοι
γνωστοί από διάφορες εποχές
έρωτες περαστικοί, αρρώστιες παιδικές
γνωμικά που μού ‘λεγαν παιδί.
Τις περισσότερες φορές
βλέπω μια γυναίκα
χορεύει
η στροφή του σώματός της με κυκλώνει
μέχρι που ξυπνάω ιδρωμένος.
Ξανακοιμάμαι
ο νους μου επιστρέφει στην πλατεία Αμερικής
τα φύλλα του ύπνου μου
μοιράζονται ξανά – γύρω μου κόσμος πεινασμένος
Όσους αγαπώ
έρχονται συχνά στα όνειρά μου
θυμάμαι πρόσωπα
χάλκινες νότες και περιστατικά.
Είναι μεγάλη περιπέτεια ο ύπνος
σαν ταξιδάκι μέλιτος
σε ουράνιο περιβόλι.
Κάθε φορά που κοιμάμαι
λέω ανάλαφρα
το ύστατο χαίρε
σ’ αυτούς που δεν ξέχασα ποτέ
με τον ύπνο μου
να με σακατεύει όνειρο το όνειρο.

The Poet

Nikos Fotopoulos was born in Amaliada in 1970. He is an Associate Professor of Sociology at the School of Social and Political Sciences of the University of Peloponnese. As a poet he appeared in Greek literature in the 1990s. His scientific as well as his research interests, are based on Sociology of Culture, Critical Cultural Theory, Sociology of Education, Lifelong Learning and Adult Education. Apart from the educational and sociological part of his work, he is engaged drastically in poetry and creative writing respectively. As a poet, has been “classified” into his «poetic generation of ’90». He has published five collections of poems.

*

Ο Νίκος Φωτόπουλος είναι ποιητής και πανεπιστημιακός. Έχει διδάξει και έχει δώσει διαλέξεις ως επισκέπτης καθηγητής σε Πανεπιστημιακά Ιδρύματα της Ελλάδας και του εξωτερικού, αντίστοιχα ενώ από το 2017 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Άρθρα και δημοσιεύσεις κειμένων του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους και πρακτικά συνεδρίων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ εκτός από το εκπαιδευτικό και κοινωνιολογικό σκέλος του έργου του ασχολείται ενεργά με την ποίηση και τη δημιουργική γραφή. Έχει στο ενεργητικό του πέντε ποιητικές συλλογές και συγκαταλέγεται στους ποιητές της Γενιάς του ΄90, με πιο πρόσφατο το έργο του: «Δάνειος Χρόνος / Ποίηση 1996-2016» που κυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις Μανδραγόρας.