‘ξ η ρ α σ ί α ‘
Θαρρείς, τούτος δε έμαθε απώλεια τι σημαίνει.
Ο άνθρωπος που στέκει στο νήμα του νερού.
Γιατί κατ’ επανάληψη ρίπτει τους οβολούς.
Ωσάν παραίτηση, σ’ ατάραχο νερό.
Ομόκεντροι οι κύκλοι ομοιάζουν της ψυχής του.
Ευθύς παρατηρώ και άνθρωπο στο βάλτο,
ομοιάζει πως εννόησέ απώλειας σημασία.
Καθώς γυμνός βουτεί, χωρίς να ταραχθεί, στ’ ακάθαρτο στοιχείο.
Μα είν’ το νερό ασάλευτο,
το χρόνο αγνοώντας,
σκούρο, γυαλί, καιρών.
Τον δύτη θρυμματίζει η πτώση στο βαθύ.
Τώρα κοιτώ ξανά, ανάμεσα στο ρήγμα.
Θαρρείς πως είμαι και τα δυο,
μαζί και τ’ απαρνιέμαι.
Θαρρείς ξαναγεννιέμαι,
στη τρίτη επιλογή,
μέσα στην ξηρασία.
‘Drought ‘
“Thou shalt say, he hath not known what loss is”,
a man standing on the thread of water.
Repeatedly casting the obolus,
diameter, concentric circles, the radius of a soul.
And in unmoving water, a resignation.
–
“Thou shalt say, he hath known what loss is”,
a man standing in the marsh,
Diving naked, without disturbance, into the unclean element.
The water is unstained,
ignorance of time,
dark glass of an era,
shattering the diver, the fall into the deep.
–
“Thou shalt not say, he hath not known what loss is”,
a man between the rifts.
Thou shalt say “I am both”, “together” and deny it.
Thou salt say “I’m born again”.
A third option.
A drought.
‘There’s’
There’s a hole in the sky,
and I slip,
wings dissolving.
Right of passage.
There’s a hole in the earth,
and I rise,
color cyan.
There’re the same,
in the earth, in the sky,
whole and I fit.
Στον ουρανό το κενό,
πτωτικό.
Φτερών ειν’ η σύνθλιψη.
Άνευ θέλω διέλευση.
Μια τρύπα στη γη,
της αιώρησης.
Κυανή η ανύψωση.
Άνευ μη η ανάταση.
Κι’ ειν στη γη, στον αιθέρα, το ίδιο.
Της ολότητας ταίριασμα.