ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ
Ὕστερα λὲς δὲν ὑπάρχεις.
Ἡ θάλασσα σεμνύνεται ἐπιστρέφει.
Στὶς ἀποδημητικὲς περιπλανήσεις
κυανοὶ ποιητὲς
δίνουν σιωπὲς στὰ σύννεφα
κρατοῦν τοὺς παφλασμοὺς
στὰ διάφανα χέρια τους,
σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ ὑποθέσουν
τὸ ἀναπότρεπτο.
Τότε περνοῦν τὰ ἄλμπατρος
καὶ ψιθυρίζουν προσευχὲς
ψηλαφοῦν τὶς μελανιὲς τοῦ ἔρωτα
μὲ τὶς μικρὲς πληγὲς τοῦ πάθους
ἐξοντώνουν ὅ,τι ὑστέρησαν
θαμμένοι στὸν κλοιό.
Διοτίμα, Ἐλεονόρα, Βεατρίκη, Μαρία, Σύλβια, Αἰμιλία / Ἐκεῖνες
παραστέκουν
δίνουν στὴ μάχη νόημα.
Ὑπάρχεις λὲς
στὴν ἀφροδίσια λεπτότητα τῶν κραδασμῶν
στὸ λάγνο κύλισμα
στὴν ταραχὴ ποὺ τὰ πλεγμένα σώματα ὲπιδίδονται
κι ἡ καταιγίδα
ἀσήμαντη ἐξαίρεση
ν’ ἀσπάζεται
τὴ δόξα τοῦ ἱδρώτα.
Καὶ τότε σιωπᾶς
Ἀφοῦ μονάχα ὑπάρχεις.
(Η ΣΥΜΜΙΓΗ, 2022)
ENTITIES
Then you say you don’t exist.
The sea becomes shy and returns.
On migratory wanderings
cyan poets
give silences to the clouds
they hold the splashes
in their transparent hands,
in an attempt to speculate
the inevitable.
Then the albatros pass
and whisper prayers
feel the bruises of love
with the little wounds of passion
they exterminate what they lack
buried in the ring.
Diotima, Eleanor, Beatrice, Maria, Sylvia, Emilia / Those
stand beside you
give meaning to the battle.
You exist, you say
in the Aphrodite’s delicacy of the vibrations
in the lusty roll
in the turmoil that the interwoven bodies engage in
and the storm
a trivial exception
to embrace
the glory of sweat.
And then silence
Since you only exist.
(The mixture, 2022)
Translated by Eva Sylla
ΣΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ ΑΝΑΜΕΣΑ
Στούς θεούς ἀνάμεσα κρώζουν οἱ γλάροι τοῦ Αἰγαίου
τρίβουν τά ράμφη τους μέ τή σκουριά τῆς ἱστορίας
μένουν γιά λίγο στά διαζώματα
καί δῶς του πάλι γιά τά ἐρείπια τῆς ἀρχαίας πολιτείας.
Κρατῶ στά χέρια μου συνηθισμένα ὑλικά
κάτι σπαράγματα γραμμάτων
ὀνόματα χρήσιμα βορά στό ἁλάτι καί τόν ἄνεμο.
Δέν ἔχω πληγές
ὅ,τι ἐπιβίωσε ἦταν τό λάθος τέλος στό καράβι
ἡ πίκρα τοῦ ὀρεσίβιου θερμαστῆ
μέ τή μουτζούρα καί τό βάσανο στά λόγια
τή Λαμπρή πού πέρασε.
Συνδαιτυμόνες τώρα πιά
στρώνουν πανιά στή θάλασσα καί ἄδεια ροῦχα
νά βροῦν πατήματα πόδια ξυπόλητα
κοντά σέ φύκια καί ἀφρόψαρα.
Νά γαληνέψω λές
τά νηπενθῆ νά ἀποκαταστήσω
ἔτσι γιά χάρη τῶν νεκρῶν
οἱ φυσαλίδες τους νά βροῦν
σέ ἀνάπαιστους τραγούδια μοιρασμένα.
Ὅμως τοῦ ὀρεσίβιου ἡ σκιά
μᾶς ἔχει πιά βαρύνει,
στέκει ἀπό πάνω μας
θεός καί ἀκροβάτης γλάρος
πού χτίζει μέ τό φῶς γῆς παραδείσους.
Μείνανε τ’ ἀρχαῖα μάρμαρα
κοιτῶνες ἀκριβοί τῶν ἑρπετῶν
εἰκόνα διάφανη σ’ ἀφέψημα ἐμπόρων
σάν νά μήν ἔχει εἶδος ὁ θεός
σάν νά μή βλέπεις ἀπ’ τή θάλασσα τ’ ἀστέρια.
(Αχερουσία η θάλασσα, 2019)
AMONGST THE GODS
Amongst the gods squawk seagulls of the Aegean Sea
the rub their beaks in the rust of history
they linger for a while on the tiers
then off they go again towards the ruins of the ancient republic.
In my hands I hold ordinary materials
some potsherds of letters
useful names as prey for the salt and wind.
I have no wounds
what survived was the wrong end on the ship
the bitterness of the highlander stoker
with the scribble and the anguish in words
the Easter that passed.
Convives by now
they lay sails on the sea and empty clothes
to provide footing for bare feet
near seaweeds and coastal fish.
You say I should repose
I should restore the nepenthes
just for the sake of the dead
their bubbles to find
in anapests songs shared.
Yet the highlander’s shadow
is now laying on us heavy,
looms over us
as god and acrobat seagull
that builds with light earthly heavens.
The ancient marbles remained
expensive dormitories of the reptiles
an image transparent in the merchant’s brew
as if god had no species
as if from the sea you couldn’t see the stars.
(Acherusia the sea, 2019)
Translation: Manos Apostolidis