Dead Shepherd’s Hut
Sure, I can fix the broken door, clear the brush
out front, find a rope and bucket for the well,
a mattress for the iron bed in this hut
I’ve rented for next to nothing, but what about
his coat and crook still hanging by the mirror,
the photo of bare-breasted women
in white shorts and red boxing gloves
squared-off and whaling at each other?
I’ve come here, a tangle of desires,
more like the brambles I open the shutters to, the random
twisted olive trees up this valley kilometers from the road,
come to lose myself in the deep lull
of summer, to be less than smoke
curling from a lamp, nothing and nowhere. I like to think
he woke early, herded the huddled goats
up the ridge, that he knew each one by its bell,
that he’s still sitting where pine cones
crack in late morning heat, the place
he slipped through to death. He’s buried
on the opposite slope, in the one bare patch
among briars and burned grass— beyond desire,
I whisper to myself. But when I stand at his rusty basin,
see these women he gazed at every morning,
the smell of leather and sweat implied
by their gleaming shoulders and gloves, the ripple across one breast
where a punch just landed, the spectators cheering
from the darkness surrounding the ring, even the referee
smiling and pointing—I wonder
what he thinks of pleasure now
that he’s gone to the source. Dead shepherd,
are you still hovering near your body, or here with me,
gazing at this primal destruction, resenting
even your own birth, that wound that bore you?
Or have you come back with some different knowledge—
taking down your coat and crook
then winking at me with the eyes of a goat, behind their bright slits,
some truth I just can’t see.
H καλύβα του νεκρού βοσκού
Bέβαια, μπορώ να φτιάξω τη σπασμένη πόρτα,
να καθαρίσω τους θάμνους στην είσοδο,
να βρω σκοινί και κουβά για το πηγάδι, ένα στρώμα
για το σιδερένιο κρεβάτι σ’ αυτή τη καλύβα
που νοίκιασα δίπλα στο πουθενά,
αλλά τι να κάνω με την κάπα
και τη γκλίτσα του που ακόμη κρέμονται πλάι στον καθρέφτη,
τη φωτογραφία των γυμνόστηθων γυναικών
με άσπρα σορτσάκια και κόκκινα γάντια πυγμαχίας
στέκονται αντικριστά και γρονθοκοπούνται;
Ήρθα εδώ, με πόθους αξεδιάλυτους,
όπως τα βάτα που βλέπω ανοίγοντας τα παντζούρια, τα στριφογυριστά
λιόδεντρα
που φυτρώνουν τυχαία σ’ αυτή την κοιλάδα χιλιόμετρα απ’ το δρόμο·
ήρθα να χαθώ στη βαθιά γαλήνη
του καλοκαιριού, να γίνω πιο λίγος απ’ τον καπνό
που υψώνεται από μια λάμπα στριφογυρίζοντας, τίποτα
και πουθενά. M’ αρέσει να συλλογίζομαι
πως αυτός ξυπνούσε νωρίς, κοπάδιαζε τα μαζεμένα κατσίκια
κι ανέβαινε προς τις κορφές, πως ήξερε το καθένα απ’ το καμπανάκι του,
πως ακόμα κάθεται εκεί που τα κουκουνάρια
σκάνε στη ζέστη του μεσημεριού, στο μέρος
απ’ όπου γλίστρησε στο θάνατο. Eίναι θαμμένος στην απέναντι πλαγιά
στο γυμνό χώρο μέσα στα ξερόχορτα—Πέρα απ’ το πόθο,
ψιθυρίζω στον εαυτό μου. Mα όταν στέκομαι
στο σκουριασμένο νιπτήρα του και βλέπω εκείνες τις γυναίκες που χάζευε
κάθε πρωί,
τη μυρωδιά δέρματος και ιδρώτα που προδίδουν
οι γυαλιστεροί ώμοι και τα γάντια τους, τον κυματισμό σ’ ένα στήθος
όπου μια γροθιά μόλις ρίχτηκε, τους θεατές να επευφημούν
απ’ το σκοτάδι που περιβάλλει την παλαίστρα, ακόμη και το διαιτητή
που χαμογελάει και δείχνει με το δάχτυλό του – αναρωτιέμαι
τι πιστεύει για την ηδονή τώρα
που έχει πάει στην πηγή. Nεκρέ Bοσκέ, άραγε
αιωρείσαι ακόμα κοντά στο σώμα σου ή είσαι εδώ μαζί μου,
ατενίζοντας πάλι αυτή την αρχέγονη καταστροφή, δυσανασχετείς
ακόμα και για τη γέννα σου, την πληγή που σε γέννησε;
Ή μήπως έχεις γυρίσει εδώ με κάποια άλλη γνώση –
να πάρεις την κάπα και τη γκλίτσα
και να μου κλείσεις το τραγίσιο μάτι σου,
πίσω απ’ τη φωτεινή σχισμή του
κάποια αλήθεια που απλά δεν βλέπω.
(Translated by Sakis Serefas)
Be an Expatriate for a Week
Ad in Poets & Writers
Monday
You’ve come to reap the blessings of escape,
the sun, the sea, this whitewashed village street.
Tuesday
The locals welcome you into their shops.
You know the more you smile the more they’ll like you.
Wednesday
Cops and waiters look at you askance,
underneath their silence endless questions.
Thursday
You can’t explain their little roadside shrines,
why, amid Aleppo pines, you’re crying.
Friday
Μountains you once knew, the ocean’s pounding—
memories inside your head expanding.
Saturday
That cabin you once loved burned down by a father
you once loved. Both gone. The char is still unexplained.
Sunday
Blessed be the writer now returning
to his room for another midday nap.
Απόδημος για μια βδομάδα
(Λεζάντα διαφήμισης σε λογοτεχνικό περιοδικό στην
Αμερική)
Δευτέρα
Ήρθες να δρέψεις τις δάφνες της φυγής,
τον ήλιο, τη θάλασσα, το ασβεστωμένο σοκάκι του χωριού.
Τρίτη
Με μέτρο σύγκρισης τη χώρα που άφησες πίσω,
ό,τι κι αν βλέπεις γύρω σου φαντάζει εξωτικό.
Τετάρτη
Οι ντόπιοι σε καλωσορίζουν στα μαγαζιά τους.
Ξέρεις ότι θα σε συμπαθούν όσο δεν παύεις να χαμογελάς.
Πέμπτη
Αστυφύλακες και σερβιτόροι σε κοιτούν καλά-καλά.
Πίσω απ’ τη σιωπή τους αμέτρητα ερωτηματικά.
Παρασκευή
Δεν καταλαβαίνεις γιατί υπάρχουν τόσα εκκλησάκια στην άκρη των δρόμων
και γιατί, κάτω απ’ τα αιγαιοπελαγίτικα πεύκα, δακρύζεις.
Σάββατο
Τα τοπία τα γνωστά σου, ο ωκεανός που βρυχάται –
οι αναμνήσεις να μεγεθύνονται ολοένα μέσα στο μυαλό σου.
Κυριακή
Ευλογημένος ο συγγραφέας που τώρα επιστρέφει
στο δωμάτιό του για έναν ακόμα μεσημεριανό υπνάκο.
(Translated by Tonia Kovalenko)