To be submitted
Γκρένφελ με τον ξεδοντιασμένο
τελευταίο όροφό σου και τα σακιά
τα σακιά, ροζ πλαστικά, εντός σου
σα μικρά νεφρά σε σελοφάν
νεφρά όργανα wrapped in plastic
συκωτάκια πουλιών
που πέταξαν απ’ τα παράθυρά σου
ψυχές
το χιλιοτρυπημένο σου κουφάρι
ο χυδαία καμένος σκελετός σου
ένα ζώο σαρκοφαγωμένο όρθιο
βομβαρδισμένο στο σταυρό
και τριγύρω η ζωή συνεχίζεται
το μετρό σταματά ξεκινά τα πουλιά
γλιστρούν κι αιωρούνται τα σπίτια
τα καταστήματα
ανακαινίζονται
όρθιο κουφάρι όρθιο κουφάρι όρθιο κουφάρι όρθιο διαμπερές
στα σκέλια της πόλης
στο κέντρο της πόλης
αχρείαστο
αχρείαστο
ΚΟΙΤΑ ΜΕ ΚΟΙΤΑ ΜΕ ΚΟΙΤΑ ΜΕ ΚΟΙΤΑ ΜΕ
σκελετός σκελετός σκελετός
σκελετός
έκρηξη
σιωπή
To be submitted
Grenfell, what with your toothless
topmost floor
and all those pink and plastic
bags lying inside you
like small, cellophaned kidneys
pre-packaged
bird livers
out the window
souls
your punctured carcass
a skeleton obscenely burned
an animal flesh-eaten, standing up
bombed on the cross
as all around life goes on
the tube stops and starts the birds
glide and twist the houses
and the stores
and the views
are renovated
you, standing sickly torso you you, standing trunk you standing
between the city’s legs
loins of London
LOOK AT ME LOOK AT ME LOOK AT ME
cadaver-
stiff
explodes
a
Silence.
Ούτε την Πομπηία τη λυπήθηκε κανείς
Στο κέντρο του μωσαϊκού
ένα χταπόδι πνίγει έναν αστακό.
Τριγύρω άλλα πλάσματα της θάλασσας
παρατηρούν την πάλη. Ένα γκριζοκαπόνι,
ένας σαργός, ένα τεράστιο λυθρίνι
με ανοιχτό το στόμα, μια σμέρνα,
ένα μυξινάρι, ένα σκυλόψαρο και ένα καλαμάρι
στα δεξιά, με την αστεία, παπική του τιάρα.
Μια αλκυόνη παρατηρεί προσεκτικά
τον πελαγίσιο αγώνα, όπως θα τον κοίταζαν
κι οι καλεσμένοι, αναπαυόμενοι στα απαλά
ανάκλιντρα της Οικίας του Φαύνου,
πίνοντας κρασιά λαχταριστά
που σήμερα θ’ αποκαλούσαμε Greco,
Piedirosso, Lacryma Christi. Λένε
ότι τ’ αμπέλια της περιοχής
γεννούσαν εκατό εκατομμύρια
λίτρα κρασί την εποχή της Πομπηίας,
κρασί που απολάμβαναν φτωχοί και πλούσιοι
στα μύρια ταβερνεία, γιατί δεν είχαν όλοι
δυνατότητα να μαγειρεύουν σπίτι. Πολυκοσμία
στα στενά της πόλης, το αποδεικνύουν
άλλωστε οι φοβερές φιγούρες από τέφρα
που βρέθηκαν αγκαλιασμένες,
κουλουριασμένες, μαζί και μόνοι,
κάτω απ’ τη λάβα του ηφαιστείου
που καταβρόχθισε ανθρώπους, ζώα,
ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα.
Μιλούσα με μία φίλη στη Βοστόνη
και μου έλεγε, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρό της,
δεν το χωράει ο νου σου: οι καλές γειτονιές
δεν έχουν πάθει τίποτα· οι φτωχικές
έχουν σβηστεί απ’ τον χάρτη
σκεπτόμενη πόσοι Ισπανόφωνοι
κι Αφροαμερικανοί πεθαίνουν την ημέρα
στην Αμερική απ’ τον ιό, γιατί αυτοί
πρέπει να βγουν να εργαστούν, αυτοί
πρέπει να ζήσουν με τη μέρα
ενώ οι λευκοί προνομιούχοι
έχουν κλειστεί στα σπίτια κι υπομένουν.
Τι θ’ απομείνει από τις πόλεις της Αμερικής
σαν σβήσει ο θάνατος; Στα πόδια
του Βεζούβιου βρίσκουμε επαύλεις,
μωσαϊκά, αγάλματα κι επιγραφές
να μας θυμίζουν τις λαμπρές γιορτές
της πόλης μα όχι και τις λύπες της.
Αυτές θα σβήσουν απ’ τον χάρτη.
Είναι αμείλικτη με τους φτωχούς η Ιστορία·
σα να μην πέρασαν ποτέ
από προσώπου γης, τα ίχνη τους
εξατμίζονται στο χρόνο, μένει μονάχα
η υποψία των όσων έζησαν,
γρίφος για τους αρχαιολόγους.
Κι εδώ που τα λέμε, τι να εκθέσεις;
Το πήλινο ποτήρι; Δεν είναι αρκετό
να δεις την πάλη του πελάγους,
τον Μεγαλέξανδρο στην Ισσό,
τα μύρια ερωτικά καπρίτσια σε βίλες,
λουπανάρια, τοιχογραφίες κυνηγιών
και άλικα συμπόσια, για να μπορείς
να φανταστείς την ένδεια των δούλων
που μείναν να φυλάξουν τ’ άδεια κτήρια;
Πώς γίναμε έτσι; ακούστηκε η φωνή
από την άλλη άκρη της γραμμής·
και πίσω ασθενοφόρα. Δε μίλησα.
Και τι να πω; Είναι αμείλικτη
με τους αυτάρεσκους η Ιστορία· όταν χτυπάει
στυγνά δεν έχεις μέρος να κρυφτείς
είτε ακκίζεσαι στον προεδρικό σου ρόλο
είτε φοράς τον πλούτο πανοπλία·
γυμνοί οι δούλοι, γυμνοί και οι αμετροεπείς.
Δε δείχνει οίκτο σε κανέναν η Ιστορία.
Ούτε την Πομπηία τη λυπήθηκε κανείς.
Pompeii Pandema
In the center of the mosaic
an octopus smothers a lobster. Floating
sea creatures frame the struggle:
a seabream, a gurnard,
a huge red gaping snapper,
a moray eel, a mullet and a squid
in papal tiara. A kingfisher observes
the scuffle, as human guests
may once have done
on their chaises longues
in the House of Faun,
drinking delicious wines
that go by names like Piedirosso,
Lacryma Christi, Greco
today. They say
that local vineyards bore
one hundred thousand tons
or more in the Pompeian times,
wines enjoyed by the poor
and rich alike
in myriad taverns all around. Crowded
were the alleys of the town––
so testify the figures
found embracing under ash,
coiled alone together, beneath the lava.
In Boston,
a friend said on the phone,
you can’t imagine what’s been going on:
the well-off blocks are all intact;
deprived ones
are wiped off the map.
She was thinking of those
dying daily from the virus, those
who had to go to work, those
who lived hand to mouth, those
enabling the privileged white
to stay upright
in silence and tenacity.
What shall be left of cities
when this death is quenched?
By mount Vesuvius we find mansions,
mosaics, statues: signs drenched
in august days
but never earthly sorrows.
Such things are wiped off our maps.
The poor, whom History impacts
as if they never stepped the earth,
leave but an echo in the past,
an excavated scar,
an underbelly puzzle
for the archaeologists.
And come to think of it
what would you save indeed?
A pot of clay, a wooden spoon,
a numbered key? Is it not enough
to see the dazzling aquatic fight
or Alexander at Issus
or all the lush erotic scenes in
blood-red banquet murals, to know
how poor the poor of Pompeii were
and how forsaken, when they were
asked to stay behind and guard
the walls, the spine, the very idea
of empty properties?
Have we become like this?
said the voice on the phone
with sirens in the background.
I did not speak.
What could I say?
When History adjudicates
there is no place to flee,
whether you’re armored
in your presidential role, or wear
your wealth as armor: naked
were once the once-slaves, naked
shall the complacent be.