Alexandra Mpakonika | Greece

ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ


Απλωμένα σε καναπέδες, πατώματα και τοίχους
εκθέτονταν χαλιά εισαγωγής από την Ανατολή.
Η συντροφιά που ακολούθησα συναγωνίζονταν
ποιος θα διαλέξει το καλύτερο,
και ποιος θα πληρώσει περισσότερο.
Έφερναν βαβούρα και υστερία επιδειξιομανίας.
«Παραδέξου το, είναι άχαρα άτομα
κι εσύ πνίγεσαι ανάμεσά τους.
Μια ανοησία η βαβούρα τους,
απορώ πώς τους ανέχεσαι».
Γύρισα και τον κοίταξα καθώς απρόσμενα
εμφανίστηκε μπροστά μου κι έκανε την υπόδειξη.
Με μάλωνε και τα μάτια του υπέφεραν από αγάπη,
με μάλωνε και η φωνή του λιγωμένη
κόμπιαζε από αγάπη-
με τον πιο μειλίχιο τρόπο με μάλωνε.
Και ήταν το αντίδοτό μου,
το πιο αληθινό αντίδοτο
για τις άχρηστες και άχαρες συναναστροφές μου με άλλους.

A LOVE OF MINE

Spread on sofas, floors and walls
were displayed carpets imported from the East.
The people I was with vied with one another
who was to pick the best one
and who the most expensive.
They created a hubbub and a hysterical show.
“Admit it, they are graceless,
and there’s you suppressed among them.
Their bawling is ludicrous,
I’m surprised that you can put up with them.”
I turned and looked at him as he suddenly
appeared before me, cautioning thus.
He told me off, his eyes lovelorn,
he told me off, his drawling voice
lovesick ―
he ticked me off in a bland manner.
And he was my antidote,
the truest antidote
for my waste, joyless mixing with others.

ΝΥΧΤΑ
Κατά μήκος του στενού πεζόδρομου
μπαρ και καφετέριες.
Καθώς πίνει το ποτό της
διακρίνει στο απέναντι μπαρ την αγάπη της.
Η ψηλόλιγνη κορμοστασιά του
μετακινείται ανάμεσα στα υπαίθρια τραπέζια
για να μιλήσει με φίλους του.
Μέσα στο πλήθος εκείνος δεν τη βλέπει.
Σαν το κεράκι φλέγεται από τον πόθο,
όμως δεν θα πάει κοντά του,
πριν από ένα χρόνο την παράτησε.
Στον πανέμορφο πεζόδρομο
με τα φώτα, τις σκιές και τους θαμώνες
μένει καθηλωμένη στη μοναξιά της.

NIGHTTIME

At the far end of a narrow street,
several café-bars.
Sipping on her cocktail,
she notices her lover at the bar across the street.
With that tall slim carriage
he circulates among the outdoor tables,
pausing to chat with friends.
Amid the crowd of people, he doesn’t notice her.
Desire burns like a candle flame,
but she will not go near him.
It’s been a year since he left her.
Along this beautiful walkway
with its lights and shadows, its habitués,
she stays put – mired in her solitude.

Βιογραφικό Αλεξάνδρα Μπακονίκα