Vangelis Tasiopoulos, Greece
The Poems
THE HOMELESS CONTEMPLATES, GROWS COLD
The evening
insists threatens
humid the city smells of storm
and the blue breaks down
to the borrowed clouds.
The sea feels full
by the love who heals the wounds.
Whatever passionate
the unexpected claims
with the gusts of wind
and the shortage of the birds which squawk.
How to share the magic mountain
in the process?
As the river swells
you search the versions of the story
and then,
She, white and beautiful among the natives,
holds the apple.
*
ΣΥΛΛΟΓΙΖΕΤΑΙ Ο ΑΣΤΕΓΟΣ, ΚΡΥΩΝΕΙ
Τὸ ἀπόβραδο
ἐπιμένει ἀπειλεῖ
ὑγρὴ ἡ πόλη μυρίζει καταιγίδα
καὶ τὸ γαλάζιο σπαράζει
στὰ δανεισμένα σύννεφα.
Ἡ θάλασσα χορταίνεται
στὸν ἔρωτα ποὺ ἀναπλάθει τὶς πληγὲς.
Σ’ ὅ,τι παράφορο
διεκδικεῖ τὸ ἀπρόσμενο
μὲ τὶς ριπὲς τοῦ ἀνέμου
καὶ τὶς ἐλλείψεις τῶν πτηνῶν ποὺ κρώζουν.
Τὸ μαγικὸ βουνὸ πῶς νὰ μοιράσεις
στὴ διάρκεια;
Καθὼς ὁ ποταμὸς φουσκώνει
ἀναζητᾶς τὶς ἐκδοχὲς τῆς ἱστορίας
καὶ τότε,
Ἐκείνη, λευκὴ καὶ ὄμορφη ἀνάμεσα στοὺς γηγενεῖς
κρατᾶ τὸ μῆλο.
* * *
THE OLD SHUTTERS
When you raise the old shutters the dust of time remains in your hands. You hear the growl
with the deep grievance of the past, the padlock breaks down in the salesman’s hand and
then a key turns and clack it locks it. That hour of prosperity the prostitute thanks the client
who thrived between her legs. Of course she didn’t have any other obligation, since the
price was equivalent. He looked at the salesman who tried again and again with
thoroughness the durability of the locker with an obvious agony painted on his dirty face
and left for home in a hurry. In a short while he would turn the key of his own door, he
would kiss with too much sweetness his little angels and magically he would be purified in
the family table.
*
ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΡΟΛΑ
Ὅταν σηκώνεις τὰ παλιὰ ρολὰ μένει στὰ χέρια σου τοῦ χρόνου ἡ σκόνη. Ἀκοῦς τὸ γρύλισμα
μὲ τὸ βαθὺ παράπονο τοῦ παρελθόντος. Σπαράζει στὴ χούφτα τοῦ ἐμποράκου τὸ λουκέτο
κι ὕστερα ἕνα κλειδὶ γυρνᾶ καὶ κλὰκ τὸ ἀσφαλίζει. Τὴν ὥρα ἐκείνη τῆς εὐημερίας ἡ πόρνη
εὐχαριστεῖ τὸν πελάτη ποὺ εὐδοκίμησε στὰ σκέλια της. Δὲν εἶχε ἄλλη ὑποχρέωση
ἀσφαλῶς, ἀφοῦ τὸ ἀντίτιμο ἦταν ἀνάλογο. Ἐκεῖνος, κοίταξε τὸν ἔμπορο ποὺ μ’ ἐπιμέλεια
δοκίμαζε ξανὰ καὶ ξανὰ τὴν ἀντοχὴ τῆς κλειδαριᾶς μ’ ἔκδηλη τὴν ἀγωνία ζωγραφισμένη στὸ
ρυπαρό του πρόσωπο κι ἔφυγε βιαστικὰ γιὰ τὸ σπίτι. Σὲ λίγο θὰ γύριζε τὸ κλειδὶ τῆς δικιᾶς
του πόρτας, θὰ φιλοῦσε μὲ γλύκα περισσὴ τὰ ἀγγελούδια του καὶ ὡς διὰ μαγείας θὰ
ἐξαγνιζόταν στὸ οἰκογενειακὸ τραπέζι.
The Poet
Vangelis Tasiopoulos was born in Meligalas, Messinia in 1959. He studied Pedagogy, Special Education and Greek Culture. He has specialized in the education of children with mental retardation and multiple disabilities – brain paralysis and has worked in special education schools. He published poems, essays, scientific articles, and books for children. His poems have been translated into English, Slavmacedonian, Italian, Spanish and have been included in anthologies in Greece and abroad. He is chairman of the Authors’ Association of Thessaloniki.
*
Ο Βαγγέλης Τασιόπουλος γεννήθηκε στον Μελιγαλά της Μεσσηνίας το 1959. Δημοσίευσε εννέα ποιητικές συλλογές, δοκίμια, μελέτες, επιστημονικά άρθρα, καθώς και δέκα βιβλία για παιδιά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Αγγλικά, Σλαβομακεδονικά, Ιταλικά, Ισπανικά και έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι Πρόεδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Τα ποιητικά του βιβλία: Ἡ ἐποχὴ τῆς Ἄνοιξης, 1983, Τὸ Νέον τῆς Ὁδοῦ, 1987, Τὸ δάκρυ τοῦ Πολύφημου,1992, Ἡ μνήμη τῆς σιωπῆς, 1995, Γράνα, 2007, Οι μπαλάντες των εύχρηστων πραγμάτων, 2017, 2022, Ἀχερουσία ἡ θάλασσα, 2019, Τα αδέσποτα της νοητής γραμμής, 2019. Aqueronte, 2022.
Leave a Reply